ουσιαστικό “goodness”
ενικός goodness, πληθυντικός goodnesses ή μη μετρήσιμο
- αγαθότητα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Her kindness to strangers truly shows her inner goodness.
- καλό (το ωφέλιμο μέρος)
The goodness of the fresh fruit was evident in its rich, vibrant color.
- Θεέ μου (επίκληση)
Thank goodness you are here.
- αρετή (χριστιανικές αξίες και αρετές)
The teachings of the church emphasize the importance of goodness and compassion in one's life.