menu
Σύνδεση
·
Εγγραφείτε
Γλώσσα
English
|
español
français
|
Deutsch
русский
|
中文
português
|
العربية
italiano
|
日本語
Türkçe
|
B. Indonesia
Nederlands
|
polski
svenska
|
한국어
हिन्दी
|
українська
čeština
|
română
...περισσότερα
Afrikaans
|
azərb.
B. Melayu
|
বাংলা
भोजपुरी
|
bosanski
български
|
català
Cebuano
|
dansk
eesti
|
Ελληνικά
Esperanto
|
فارسی
ગુજરાતી
|
հայերեն
hrvatski
|
íslenska
עברית
|
Jawa
ಕನ್ನಡ
|
ქართული
Kiswahili
|
кыргызча
latviešu
|
lietuvių
Lëtzebuerg.
|
magyar
македон.
|
മലയാളം
मराठी
|
မြန်မာဘာသာ
नेपाली
|
norsk
ଓଡ଼ିଆ
|
oʻzbekcha
ਪੰਜਾਬੀ
|
қазақша
shqip
|
සිංහල
slovenčina
|
slovenšč.
српски
|
suomi
Tagalog
|
தமிழ்
తెలుగు
|
ไทย
Tiếng Việt
|
тоҷикӣ
Türkmençe
|
اردو
Αρχική σελίδα
Δωροεπιταγές
Μαθήματα
Άρθρα
Χάρτες
Όλα τα κείμενα
Λεξικό
Φόρουμ
Βιβλιοθήκη PDF
Σύνδεση
Εγγραφείτε
Οδηγός
Εφαρμογή
Λεξιλόγιο
Άρθρα
Λεξικό
Φόρουμ
Επικοινωνία
Σχετικά με εμένα
carriage house
(EN)
φράση
φράση “carriage house”
ένα μικρό σπίτι ή διαμέρισμα στον χώρο μιας μεγαλύτερης κατοικίας, συχνά μετατρεπόμενο από πρώην αμαξοστάσιο
Εγγραφείτε
για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They decided to move into the
carriage
house
behind their parents' home.
αμαξοστάσιο
(ιστορικά, ένα κτίριο ξεχωριστό από το κύριο σπίτι που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση ιππήλατων αμαξών)
The old estate had a large
carriage
house
where the family's carriages were kept.
happiness
12
record
3
sort of
20
catch