ουσιαστικό “hour”
ενικός hour, πληθυντικός hours
- ώρα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I have a meeting scheduled for one hour starting at 2 PM.
- ώρα (συγκεκριμένη στιγμή ή περίοδος)
The hour of his triumph was at hand when he finally won the championship.
- ώρα (ποιητικά για την τρέχουσα στιγμή)
In this quiet hour, I find peace in the garden.