·

hour (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “hour”

ενικός hour, πληθυντικός hours
  1. ώρα
    I have a meeting scheduled for one hour starting at 2 PM.
  2. ώρα (συγκεκριμένη στιγμή ή περίοδος)
    The hour of his triumph was at hand when he finally won the championship.
  3. ώρα (ποιητικά για την τρέχουσα στιγμή)
    In this quiet hour, I find peace in the garden.