επίθετο “exhausting”
βασική μορφή exhausting (more/most)
- εξαντλητικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The hike up the mountain was so exhausting that we needed a full day's rest afterward.