·

wise (EN)
επίθετο, ρήμα

επίθετο “wise”

wise, συγκρ. wiser, υπερθ. wisest
  1. σοφός
    Grandmother is always wise, offering the perfect solution to our problems.
  2. σώφρων
    It was a wise choice to bring an umbrella today since the forecast predicted rain.

ρήμα “wise”

απαρέμφατο wise; αυτός wises; αόριστος wised; μετοχή αορ. wised; μετοχή ενεστ. wising
  1. σοφίζομαι
    As she grew older, she wised to the complexities of life.
  2. ενημερώνω (ή ενημερώνομαι, ανάλογα με το αν αναφέρεται στο να ενημερώσει κάποιον ή να ενημερωθεί κάποιος)
    After the meeting, I'll wise you up on the new company policies.