επίθετο “wise”
wise, συγκρ. wiser, υπερθ. wisest
- σοφός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Grandmother is always wise, offering the perfect solution to our problems.
- σώφρων
It was a wise choice to bring an umbrella today since the forecast predicted rain.
ρήμα “wise”
απαρέμφατο wise; αυτός wises; αόριστος wised; μετοχή αορ. wised; μετοχή ενεστ. wising
- σοφίζομαι
As she grew older, she wised to the complexities of life.
- ενημερώνω (ή ενημερώνομαι, ανάλογα με το αν αναφέρεται στο να ενημερώσει κάποιον ή να ενημερωθεί κάποιος)
After the meeting, I'll wise you up on the new company policies.