·

glue (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “glue”

ενικός glue, πληθυντικός glues ή μη μετρήσιμο
  1. κόλλα
    Could you hand me the glue so I can fix this vase?
  2. συνδετικός κρίκος
    She is the glue that holds the family together.

ρήμα “glue”

απαρέμφατο glue; αυτός glues; αόριστος glued; μετοχή αορ. glued; μετοχή ενεστ. gluing, glueing
  1. κολλάω
    He glued the pieces of the model airplane together.
  2. καθηλώνω (μεταφορικά)
    The suspenseful plot glued the readers to the book.