ουσιαστικό “glue”
ενικός glue, πληθυντικός glues ή μη μετρήσιμο
- κόλλα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Could you hand me the glue so I can fix this vase?
- συνδετικός κρίκος
She is the glue that holds the family together.
ρήμα “glue”
απαρέμφατο glue; αυτός glues; αόριστος glued; μετοχή αορ. glued; μετοχή ενεστ. gluing, glueing
- κολλάω
He glued the pieces of the model airplane together.
- καθηλώνω (μεταφορικά)
The suspenseful plot glued the readers to the book.