·

paving (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
pave (ρήμα)

ουσιαστικό “paving”

ενικός paving, πληθυντικός pavings ή μη μετρήσιμο
  1. σκληρή επιφάνεια από πέτρα, σκυρόδεμα ή τούβλα που καλύπτει έναν δρόμο, πεζοδρόμιο ή άλλη υπαίθρια περιοχή.
    The city's streets were lined with smooth paving that made walking easier.
  2. πλακόστρωση (η πέτρινη ή κεραμική επιφάνεια δαπέδου μέσα σε ένα κτίριο, όπως μια εκκλησία ή καθεδρικός ναός)
    The ancient cathedral's paving was made of intricately patterned marble.