επίθετο “own”
βασική μορφή own, μη βαθμ.
- δικός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She baked her own bread for the first time.
ρήμα “own”
απαρέμφατο own; αυτός owns; αόριστος owned; μετοχή αορ. owned; μετοχή ενεστ. owning
- κατέχω
She owns a small bakery in the heart of the city.
- κατατροπώνω (στα video games)
In last night's match, Sarah totally owned her opponents, not losing a single round.
- αναγνωρίζω (με υπερηφάνεια για κάτι προσωπικό)
After years of feeling self-conscious, he finally owned his love for dancing and enrolled in a ballet class.
- κυριαρχώ (σε διαγωνισμό ή εμφάνιση)
He totally owned the debate, leaving his opponent with no comeback.
- παραδέχομαι
After much hesitation, he finally owned to taking the last piece of cake.
ουσιαστικό “own”
ενικός own, πληθυντικός owns ή μη μετρήσιμο
- αυτοπραγμάτωση
She prefers to work on her own, without any distractions.
- καυστικό σχόλιο (στο διαδίκτυο)
When she replied to the troll with a witty comeback, everyone agreed it was a total own.