ρήμα “exhaust”
απαρέμφατο exhaust; αυτός exhausts; αόριστος exhausted; μετοχή αορ. exhausted; μετοχή ενεστ. exhausting
- εξαντλώ (κάποιον)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The long hike through the mountains exhausted the whole group.
- εξαντλώ (κάτι)
They exhausted all their savings to renovate the house.
- εξαντλώ (ένα θέμα)
We exhausted this topic, so let's move on.
- να απελευθερώσει ή να αποβάλει αέριο, αέρα ή υγρό
The vacuum cleaner exhausts dust and air through its filter.
- εξαντλώ (στη χημεία, να αφαιρέσω όλες τις διαλυτές ουσίες από κάτι χρησιμοποιώντας διαλύτες)
The chemist exhausted the plant material to extract its active compounds.
ουσιαστικό “exhaust”
ενικός exhaust, πληθυντικός exhausts ή μη μετρήσιμο
- εξάτμιση (σύστημα)
The mechanic told me that the exhaust on my car needs to be replaced.
- καυσαέρια
Breathing in car exhaust can be harmful to your health.