επίθετο “strange”
strange, συγκρ. stranger, υπερθ. strangest
- παράξενος (για αρσενικό), παράξενη (για θηλυκό), παράξενο (για ουδέτερο)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The cat's strange behavior of fetching like a dog amused everyone.
- ξένος
She moved to a strange country without knowing much about it.