·

strange (EN)
επίθετο

επίθετο “strange”

strange, συγκρ. stranger, υπερθ. strangest
  1. παράξενος (για αρσενικό), παράξενη (για θηλυκό), παράξενο (για ουδέτερο)
    The cat's strange behavior of fetching like a dog amused everyone.
  2. ξένος
    She moved to a strange country without knowing much about it.