·

friend (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “friend”

ενικός friend, πληθυντικός friends
  1. φίλος
    Alex considers him his best friend because they have shared so many experiences together.
  2. γνωστός
    I bumped into a friend from college while shopping downtown.
  3. υποστηρικτής
    She is a friend of environment protection and advocates for recycling.
  4. φίλε (προσφώνηση)
    Take care, friend, you might get lost in this area at night.
  5. σύμμαχος (χρήσιμο αντικείμενο ή ιδέα)
    Patience is your friend when dealing with children.
  6. (αναρρίχηση) μια ελατηριωτή συσκευή καμινγκ που χρησιμοποιείται για την ασφάλιση του σχοινιού του αναρριχητή
    He placed a friend into the crack before moving up the rock face.

ρήμα “friend”

απαρέμφατο friend; αυτός friends; αόριστος friended; μετοχή αορ. friended; μετοχή ενεστ. friending
  1. προσθέτω ως φίλο (σε κοινωνικό δίκτυο)
    She friended me on Facebook yesterday.