ουσιαστικό “friend”
ενικός friend, πληθυντικός friends
- φίλος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Alex considers him his best friend because they have shared so many experiences together.
- γνωστός
I bumped into a friend from college while shopping downtown.
- υποστηρικτής
She is a friend of environment protection and advocates for recycling.
- φίλε (προσφώνηση)
Take care, friend, you might get lost in this area at night.
- σύμμαχος (χρήσιμο αντικείμενο ή ιδέα)
Patience is your friend when dealing with children.
- (αναρρίχηση) μια ελατηριωτή συσκευή καμινγκ που χρησιμοποιείται για την ασφάλιση του σχοινιού του αναρριχητή
He placed a friend into the crack before moving up the rock face.
ρήμα “friend”
απαρέμφατο friend; αυτός friends; αόριστος friended; μετοχή αορ. friended; μετοχή ενεστ. friending
- προσθέτω ως φίλο (σε κοινωνικό δίκτυο)
She friended me on Facebook yesterday.