·

equivalent (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “equivalent”

βασική μορφή equivalent (more/most)
  1. ισοδύναμος
    His silence was equivalent to an admission of guilt.
  2. ισοδύναμος (στα μαθηματικά)
    In mathematics, two sets are equivalent if they have the same number of elements.
  3. ισοδύναμος (στη χαρτογραφία)
    The map uses an equivalent projection to accurately represent area.

ουσιαστικό “equivalent”

ενικός equivalent, πληθυντικός equivalents
  1. ισοδύναμο
    A mile is approximately the equivalent of 1.6 kilometers.
  2. ισοδύναμο (στη χημεία)
    The chemist added one equivalent of reactant to the solution.