ουσιαστικό “temptation”
ενικός temptation, πληθυντικός temptations ή μη μετρήσιμο
- πειρασμός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite knowing it was wrong, the temptation to sneak a cookie from the jar before dinner was too strong for the little boy to resist.
- πειρασμός (αντικείμενο ή κατάσταση που προκαλεί την επιθυμία)
The chocolate cake on the counter was a huge temptation for her, even though she was on a diet.