·

temptation (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “temptation”

ενικός temptation, πληθυντικός temptations ή μη μετρήσιμο
  1. πειρασμός
    Despite knowing it was wrong, the temptation to sneak a cookie from the jar before dinner was too strong for the little boy to resist.
  2. πειρασμός (αντικείμενο ή κατάσταση που προκαλεί την επιθυμία)
    The chocolate cake on the counter was a huge temptation for her, even though she was on a diet.