·

consumer (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “consumer”

ενικός consumer, πληθυντικός consumers
  1. καταναλωτής
    When shopping online, consumers should always check the security of the website before entering their credit card details.
  2. χρήστης (που καταναλώνει πόρους)
    The new factory is a heavy consumer of water and electricity.
  3. καταναλωτής (στην οικολογία, ένας οργανισμός που τρώει άλλους οργανισμούς για να αποκτήσει ενέργεια)
    In the forest ecosystem, wolves are consumers that hunt deer and other animals.