·

sticky (EN)
επίθετο, ουσιαστικό

επίθετο “sticky”

sticky, συγκρ. stickier, υπερθ. stickiest
  1. κολλώδης
    Be careful with the glue—it's very sticky.
  2. αυτοκόλλητος
    Let's place some sticky notes on the wall.
  3. αποπνικτικός
    The sticky weather made it hard to sleep without air conditioning.
  4. δύσκολος (για διαχείριση)
    Negotiating the contract was a sticky situation.
  5. καρφιτσωμένος
    The forum thread was made sticky so everyone could see the rules.
  6. επίμονος
    The settings are sticky and will be saved even after you restart the program.
  7. άκαμπτος (στην οικονομία, αργός να αλλάξει σε απάντηση σε οικονομικούς παράγοντες)
    Wages can be sticky during an economic downturn.

ουσιαστικό “sticky”

ενικός sticky, πληθυντικός stickies
  1. αυτοκόλλητο χαρτάκι
    I left a sticky on your desk reminding you about the meeting.
  2. καρφιτσωμένο μήνυμα
    Be sure to read the sticky before posting in this forum.