επίθετο “sticky”
sticky, συγκρ. stickier, υπερθ. stickiest
- κολλώδης
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Be careful with the glue—it's very sticky.
- αυτοκόλλητος
Let's place some sticky notes on the wall.
- αποπνικτικός
The sticky weather made it hard to sleep without air conditioning.
- δύσκολος (για διαχείριση)
Negotiating the contract was a sticky situation.
- καρφιτσωμένος
The forum thread was made sticky so everyone could see the rules.
- επίμονος
The settings are sticky and will be saved even after you restart the program.
- άκαμπτος (στην οικονομία, αργός να αλλάξει σε απάντηση σε οικονομικούς παράγοντες)
Wages can be sticky during an economic downturn.
ουσιαστικό “sticky”
ενικός sticky, πληθυντικός stickies
- αυτοκόλλητο χαρτάκι
I left a sticky on your desk reminding you about the meeting.
- καρφιτσωμένο μήνυμα
Be sure to read the sticky before posting in this forum.