·

spring a leak (EN)
φραστικό ρήμα

φραστικό ρήμα “spring a leak”

  1. αρχίζω να μπάζω νερά
    The old ship sprang a leak during the storm, forcing the crew to evacuate.
  2. αρχίζω να διαρρέω πληροφορίες (μυστικές)
    The company's plans for the new product sprang a leak and spread across social media.