·

roofline (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “roofline”

ενικός roofline, πληθυντικός rooflines
  1. το περίγραμμα ή το σχήμα μιας στέγης ή στεγών σε ένα κτίριο
    The architect designed the house with a unique roofline to make it stand out.