·

emergence (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “emergence”

ενικός emergence, μη μετρήσιμο
  1. εμφάνιση
    The emergence of the butterfly from its cocoon was a beautiful sight to behold.
  2. ανάδυση
    The emergence of the internet has drastically changed how we communicate and access information.
  3. εμφάνιση νέας δομής ή μοτίβου (σε περίπτωση πολύπλοκων συστημάτων που δεν ήταν εμφανή προηγουμένως)
    The emergence of a complex ant colony from simple individual behaviors showcases how intricate systems can evolve from basic elements.