·

draughts (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
draft (ουσιαστικό, ρήμα)

ουσιαστικό “draughts”

draughts, μόνο πληθυντικός
  1. ντάμα
    Every Sunday, my grandfather and I play draughts.