·

robo-advisor (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “robo-advisor”

ενικός robo-advisor, robo-adviser uk, πληθυντικός robo-advisors, robo-advisers uk
  1. ρομπο-σύμβουλος (ένα πρόγραμμα υπολογιστή που διαχειρίζεται αυτόματα επενδύσεις)
    She chose to use a robo-advisor to handle her investment portfolio.