·

believe (EN)
ρήμα

ρήμα “believe”

απαρέμφατο believe; αυτός believes; αόριστος believed; μετοχή αορ. believed; μετοχή ενεστ. believing
  1. πιστεύω (ότι κάποιος λέει την αλήθεια)
    When she told me she had seen a ghost, I didn't believe her.
  2. έχω εμπιστοσύνη (σε κάποιον ή κάτι)
    He believes in his team's ability to win the championship this year.
  3. νομίζω (ή έχω την άποψη για κάτι)
    I believe the weather will be sunny tomorrow, according to the forecast.
  4. θεωρώ (ότι κάτι είναι σωστό ή επιθυμητό)
    She believes in equal rights for all citizens.
  5. πιστεύω (σε θρησκευτική πίστη)
    They believe deeply in their religion and its teachings.