ουσιαστικό “secret”
ενικός secret, πληθυντικός secrets ή μη μετρήσιμο
- μυστικό
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
After school, let's meet by the old oak tree; I have a secret to tell you.
- μυστική (τεχνική ή γνώση)
The secret to her delicious cookies is a pinch of cinnamon she adds to the dough.
επίθετο “secret”
βασική μορφή secret, μη βαθμ.
- κρυφός
She wore a secret compartment in her ring, where she hid a tiny photograph.