·

secret (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “secret”

ενικός secret, πληθυντικός secrets ή μη μετρήσιμο
  1. μυστικό
    After school, let's meet by the old oak tree; I have a secret to tell you.
  2. μυστική (τεχνική ή γνώση)
    The secret to her delicious cookies is a pinch of cinnamon she adds to the dough.

επίθετο “secret”

βασική μορφή secret, μη βαθμ.
  1. κρυφός
    She wore a secret compartment in her ring, where she hid a tiny photograph.