ρήμα “garner”
απαρέμφατο garner; αυτός garners; αόριστος garnered; μετοχή αορ. garnered; μετοχή ενεστ. garnering
- συγκεντρώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She worked hard to garner support for her new community project.