·

if (EN)
σύνδεσμος, ουσιαστικό

σύνδεσμος “if”

if
  1. εάν
    If you study hard, you will pass the exam.
  2. αν (σε υποθετικές καταστάσεις με παρελθοντικούς χρόνους)
    She would have arrived on time if she had caught the earlier train.
  3. αν και
    She's very talented, if somewhat lazy.
  4. αν (για έμμεσες ερωτήσεις ή επιλογές)
    She asked if he would be attending the party.
  5. εφόσον
    If it rains tomorrow, we will cancel the picnic.

ουσιαστικό “if”

ενικός if, πληθυντικός ifs ή μη μετρήσιμο
  1. ανασφάλεια
    Winning the lottery is a big if, considering the odds are so low.