ουσιαστικό “investment”
ενικός investment, πληθυντικός investments ή μη μετρήσιμο
- επένδυση
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She made an investment in the stock market that doubled her money.
- επένδυση (χρόνος, προσπάθεια ή ενέργεια)
Learning a new language is a good investment of your time.