·

investment (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “investment”

ενικός investment, πληθυντικός investments ή μη μετρήσιμο
  1. επένδυση
    She made an investment in the stock market that doubled her money.
  2. επένδυση (χρόνος, προσπάθεια ή ενέργεια)
    Learning a new language is a good investment of your time.