·

swimming (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
swim (ρήμα)

ουσιαστικό “swimming”

ενικός swimming, μη μετρήσιμο
  1. κολύμβηση
    Swimming is a great form of exercise.