·

air conditioning (EN)
φράση

φράση “air conditioning”

  1. κλιματισμός (ένα σύστημα ή εξοπλισμός που ψύχει και αφυγραίνει τον αέρα σε εσωτερικούς χώρους)
    The new office building has air conditioning in every room.
  2. η διαδικασία ψύξης και αφύγρανσης του εσωτερικού αέρα
    Air conditioning is essential in this tropical climate.