επίθετο “fixed-rate”
βασική μορφή fixed-rate, μη βαθμ.
- σταθερού επιτοκίου (στα χρηματοοικονομικά, με επιτόκιο που δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They chose a fixed-rate mortgage to ensure their monthly payments would remain the same.