·

fixed-rate (EN)
επίθετο

επίθετο “fixed-rate”

βασική μορφή fixed-rate, μη βαθμ.
  1. σταθερού επιτοκίου (στα χρηματοοικονομικά, με επιτόκιο που δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου)
    They chose a fixed-rate mortgage to ensure their monthly payments would remain the same.