·

door (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “door”

ενικός door, πληθυντικός doors
  1. πόρτα
    She opened the door and walked into the room.
  2. είσοδος
    There is somebody at the door.
  3. (με έναν αριθμό) μέτρο απόστασης βασισμένο στον αριθμό εισόδων σπιτιών ή θυρών δωματίων
    She lives two doors to the left.
  4. πόρτα (μέσο πρόσβασης ή ευκαιρίας)
    A college degree can be the door to a better career.
  5. είσοδος (έσοδα από εισιτήρια)
    The band gets a percentage of the door tonight.