επίθετο “insatiable”
βασική μορφή insatiable (more/most)
- ακόρεστος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Despite having a large meal, her insatiable appetite had her reaching for dessert.