·

solids (EN)
ουσιαστικό

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
solid (ουσιαστικό)

ουσιαστικό “solids”

solids, μόνο πληθυντικός
  1. στερεές τροφές (στερεές τροφές που δίνονται σε μωρά)
    She began feeding her baby solids at six months old.