·

shelve (EN)
ρήμα

ρήμα “shelve”

απαρέμφατο shelve; αυτός shelves; αόριστος shelved; μετοχή αορ. shelved; μετοχή ενεστ. shelving
  1. τοποθετώ σε ράφι
    The librarian shelved the returned books.
  2. αναβάλλω (ή ακυρώνω)
    The company decided to shelve the new product line due to market conditions.
  3. τοποθετώ ράφια (σε χώρο)
    They plan to shelve the basement walls for extra storage.
  4. (για γη ή επιφάνεια) να κλίνει σταδιακά
    The beach shelves gently into the ocean, making it safe for children.
  5. να παίρνεις ναρκωτικά εισάγοντάς τα στον πρωκτό ή τον κόλπο
    After much debate, he decided to shelve the pill for a quicker effect.