ρήμα “swim”
απαρέμφατο swim; αυτός swims; αόριστος swam; μετοχή αορ. swum; μετοχή ενεστ. swimming
- κολυμπώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The children love to swim in the lake during summer.
- ζαλίζομαι
He felt his head swim after standing up too quickly.
- κολυμπώ (μέσα σε υγρό)
The pasta was swimming in sauce.
- κολυμπώ (μεταφορικά, μέσα σε κάτι)
She was swimming in paperwork all week.
ουσιαστικό “swim”
ενικός swim, πληθυντικός swims
- κολύμπι
Let's go for a swim before dinner.
- εμπλοκή σε τρέχουσες δραστηριότητες ή γεγονότα
He likes to be in the swim of things at the office.