ουσιαστικό “hatchback”
ενικός hatchback, πληθυντικός hatchbacks
- χάτσμπακ (αυτοκίνητο με κεκλιμένη πίσω πόρτα που ανοίγει προς τα πάνω)
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
I just bought a new hatchback; it has great fuel efficiency and plenty of cargo space.
- η πίσω πόρτα σε ένα αυτοκίνητο τύπου χάτσμπακ
We loaded our suitcases through the hatchback before starting our road trip.