·

hatchback (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “hatchback”

ενικός hatchback, πληθυντικός hatchbacks
  1. χάτσμπακ (αυτοκίνητο με κεκλιμένη πίσω πόρτα που ανοίγει προς τα πάνω)
    I just bought a new hatchback; it has great fuel efficiency and plenty of cargo space.
  2. η πίσω πόρτα σε ένα αυτοκίνητο τύπου χάτσμπακ
    We loaded our suitcases through the hatchback before starting our road trip.