·

virtuoso (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “virtuoso”

ενικός virtuoso, πληθυντικός virtuosos, virtuosi ή μη μετρήσιμο
  1. δεξιοτέχνης
    The chess grandmaster was considered a virtuoso for his deep understanding of the game's strategies.

επίθετο “virtuoso”

βασική μορφή virtuoso, μη βαθμ.
  1. δεξιοτεχνικός
    His virtuoso handling of the complex legal case impressed both his clients and his peers.