·

prospectus (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “prospectus”

ενικός prospectus, πληθυντικός prospectuses
  1. προσπέκτους (ένα φυλλάδιο ή έγγραφο που περιγράφει ένα πανεπιστήμιο, κολέγιο ή σχολείο και τι προσφέρει)
    I received the university's prospectus in the mail; it provided detailed information about courses and campus life.
  2. προσπέκτους (νομικό έγγραφο που παρέχει λεπτομέρειες σχετικά με μια επένδυση ή προσφορά μετοχών, το οποίο δίνεται σε δυνητικούς επενδυτές)
    Before investing in the company, she carefully read the prospectus to understand the risks and potential returns involved.
  3. προσπέκτους (ένα έγγραφο που περιγράφει ένα προτεινόμενο έργο ή σχέδιο)
    He submitted a prospectus outlining his ideas for his upcoming novel to his publisher.