επίθετο “mobile”
βασική μορφή mobile (more/most)
- κινητός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The equipment is highly mobile and can be transported quickly.
- κινητός (για κινητά τηλέφωνα)
He is developing a new mobile application for smartphones.
- κινητικός (για ένα άτομο, ικανός να κινείται ελεύθερα)
After the surgery, she became more mobile and could walk without assistance.
- ευκίνητος (των χαρακτηριστικών του προσώπου ή της έκφρασης, που αλλάζουν ή είναι ικανά να αλλάξουν γρήγορα)
His mobile face showed a range of emotions in a matter of seconds.
- κινητικός (βιολογία, ικανός για αυθόρμητη κίνηση)
Mobile organisms can relocate to find better conditions.
ουσιαστικό “mobile”
ενικός mobile, πληθυντικός mobiles
- κινητό
She left her mobile at home and missed important calls.
- κινητές συσκευές ή κινητό διαδίκτυο συλλογικά
There are many business opportunities in mobile.
- κινητικός
The facility provides services for both mobiles and those with mobility challenges.
ουσιαστικό “mobile”
ενικός mobile, πληθυντικός mobiles
- μόμπιλε
The gallery featured a striking mobile that moved gently with the air currents.