·

mobile (EN)
επίθετο, ουσιαστικό, ουσιαστικό

επίθετο “mobile”

βασική μορφή mobile (more/most)
  1. κινητός
    The equipment is highly mobile and can be transported quickly.
  2. κινητός (για κινητά τηλέφωνα)
    He is developing a new mobile application for smartphones.
  3. κινητικός (για ένα άτομο, ικανός να κινείται ελεύθερα)
    After the surgery, she became more mobile and could walk without assistance.
  4. ευκίνητος (των χαρακτηριστικών του προσώπου ή της έκφρασης, που αλλάζουν ή είναι ικανά να αλλάξουν γρήγορα)
    His mobile face showed a range of emotions in a matter of seconds.
  5. κινητικός (βιολογία, ικανός για αυθόρμητη κίνηση)
    Mobile organisms can relocate to find better conditions.

ουσιαστικό “mobile”

ενικός mobile, πληθυντικός mobiles
  1. κινητό
    She left her mobile at home and missed important calls.
  2. κινητές συσκευές ή κινητό διαδίκτυο συλλογικά
    There are many business opportunities in mobile.
  3. κινητικός
    The facility provides services for both mobiles and those with mobility challenges.

ουσιαστικό “mobile”

ενικός mobile, πληθυντικός mobiles
  1. μόμπιλε
    The gallery featured a striking mobile that moved gently with the air currents.