επίθετο “public”
βασική μορφή public, μη βαθμ.
- δημόσιος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The mayor's apology was made in a public statement broadcasted on all major news channels.
- δημόσιος
The public library offers free access to books and computers for everyone in the community.
- δημόσιος (που παρέχεται από την κυβέρνηση)
The public library offers free access to books and internet, serving the educational needs of the community.
- εισηγμένος στο χρηματιστήριο
After its initial success, the startup went public, allowing anyone to buy shares on the stock market.
ουσιαστικό “public”
ενικός public, μη μετρήσιμο
- το κοινό
The library is open to the public every day except holidays.