·

furnished (EN)
επίθετο

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
furnish (ρήμα)

επίθετο “furnished”

βασική μορφή furnished (more/most)
  1. επιπλωμένος (πλήρως εξοπλισμένος με έπιπλα)
    They rented a furnished apartment, so they didn't need to buy any new furniture.