ρήμα “furnish”
απαρέμφατο furnish; αυτός furnishes; αόριστος furnished; μετοχή αορ. furnished; μετοχή ενεστ. furnishing
- επιπλώνω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They decided to furnish their new house with modern designs.
- παρέχω (σε κάποιον κάτι)
The organization furnishes students with scholarship opportunities.
- παρέχω (κάτι)
The archives furnish valuable information about the town's history.