ρήμα “build”
απαρέμφατο build; αυτός builds; αόριστος built; μετοχή αορ. built; μετοχή ενεστ. building
- χτίζω
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
They plan to build a new bridge across the river.
- κατασκευάζω
My son built a toy plane all by himself.
- αναπτύσσω (σύμφωνα με σχέδιο)
She is building her career step by step.
- ενισχύω (σταδιακά)
Regular exercise helps to build muscle and improve health.
- θεμελιώνω
Trust is important to build a strong relationship.
- (πληροφορική) η μεταγλώττιση του πηγαίου κώδικα σε ένα πρόγραμμα λογισμικού
The developers are building the latest version of the application.
- (πληροφορική, για πηγαίο κώδικα) να μεταγλωττίζεται επιτυχώς
The program won't build because there are syntax errors.
ουσιαστικό “build”
ενικός build, πληθυντικός builds
- σωματότυπος
He has an athletic build and enjoys playing basketball.
- (πληροφορική) μια έκδοση ενός λογισμικού προϊόντος που αναπτύσσεται ή δοκιμάζεται
The new build of the software includes several bug fixes.
- (παιχνίδια, αργκό) μια συγκεκριμένη διάταξη των δεξιοτήτων ή αντικειμένων ενός παίκτη
She optimized her character's build to maximize damage in the game.
- ο χρόνος που δαπανάται για την κατασκευή κάτι με τουβλάκια ή τούβλα
The children had a fun build with the new Lego set.