·

build (EN)
ρήμα, ουσιαστικό

ρήμα “build”

απαρέμφατο build; αυτός builds; αόριστος built; μετοχή αορ. built; μετοχή ενεστ. building
  1. χτίζω
    They plan to build a new bridge across the river.
  2. κατασκευάζω
    My son built a toy plane all by himself.
  3. αναπτύσσω (σύμφωνα με σχέδιο)
    She is building her career step by step.
  4. ενισχύω (σταδιακά)
    Regular exercise helps to build muscle and improve health.
  5. θεμελιώνω
    Trust is important to build a strong relationship.
  6. (πληροφορική) η μεταγλώττιση του πηγαίου κώδικα σε ένα πρόγραμμα λογισμικού
    The developers are building the latest version of the application.
  7. (πληροφορική, για πηγαίο κώδικα) να μεταγλωττίζεται επιτυχώς
    The program won't build because there are syntax errors.

ουσιαστικό “build”

ενικός build, πληθυντικός builds
  1. σωματότυπος
    He has an athletic build and enjoys playing basketball.
  2. (πληροφορική) μια έκδοση ενός λογισμικού προϊόντος που αναπτύσσεται ή δοκιμάζεται
    The new build of the software includes several bug fixes.
  3. (παιχνίδια, αργκό) μια συγκεκριμένη διάταξη των δεξιοτήτων ή αντικειμένων ενός παίκτη
    She optimized her character's build to maximize damage in the game.
  4. ο χρόνος που δαπανάται για την κατασκευή κάτι με τουβλάκια ή τούβλα
    The children had a fun build with the new Lego set.