επίθετο “quick”
quick, συγκρ. quicker, υπερθ. quickest
- γρήγορος
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The quick rabbit darted across the field before I could catch it.
- σύντομος
She gave a quick answer to the question.
- ταχύς
She is a quick learner and picked up the new software in just a few hours.
- ευφυής (γρήγορος στη σκέψη)
The comedian is very quick, always surprising his audience.
επίρρημα “quick”
- γρήγορα
She finished her homework quick.
επίφωνο “quick”
- γρήγορα (αμέσως)
Quick, grab the keys before the door locks!
ουσιαστικό “quick”
ενικός quick, πληθυντικός [p]
- ζωντανός (ευαίσθητη περιοχή κάτω από τα νύχια)
She accidentally cut her nail too short and exposed the quick, causing it to bleed.