ρήμα “retain”
απαρέμφατο retain; αυτός retains; αόριστος retained; μετοχή αορ. retained; μετοχή ενεστ. retaining
- διατηρώ
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She retained her composure even in the face of adversity.
- έχω την ικανότητα να κρατώ κάτι (στην κατοχή μου)
The sponge retains water well, making it perfect for cleaning spills.
- προσλαμβάνω (στο νομικό πλαίσιο, πληρώνοντας προκαταβολή)
After the car accident, she decided to retain a lawyer to help her with the insurance claims.