·

retain (EN)
ρήμα

ρήμα “retain”

απαρέμφατο retain; αυτός retains; αόριστος retained; μετοχή αορ. retained; μετοχή ενεστ. retaining
  1. διατηρώ
    She retained her composure even in the face of adversity.
  2. έχω την ικανότητα να κρατώ κάτι (στην κατοχή μου)
    The sponge retains water well, making it perfect for cleaning spills.
  3. προσλαμβάνω (στο νομικό πλαίσιο, πληρώνοντας προκαταβολή)
    After the car accident, she decided to retain a lawyer to help her with the insurance claims.