επίθετο “narrow”
narrow, συγκρ. narrower, υπερθ. narrowest
- στενός
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The bridge was so narrow that only one car could cross at a time.
- περιορισμένος
His expertise was in a narrow field of quantum physics.
- αυστηρός (σε ερμηνεία ή εφαρμογή)
Her narrow view of the issue ignored the underlying causes.
- περιορισμένης κατανόησης (ή στενόμυαλος)
His narrow attitudes towards other cultures were a barrier to making friends abroad.
- μικρής διαφοράς
The team won the game by a narrow margin of two points.
ουσιαστικό “narrow”
narrows, μόνο πληθυντικός
- στενά (πληθυντικός)
The ship carefully navigated through the narrows.
ρήμα “narrow”
απαρέμφατο narrow; αυτός narrows; αόριστος narrowed; μετοχή αορ. narrowed; μετοχή ενεστ. narrowing
- στενεύω (κάνω κάτι πιο στενό)
The tailor had to narrow the waist of the dress to fit her perfectly.
- στενεύω (γίνομαι πιο στενό)
As we entered the village, the wide road narrowed into a cobblestone path.