ουσιαστικό “desk”
ενικός desk, πληθυντικός desks
- γραφείο
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
She sat at her desk in the quiet study, writing her novel.
- τμήμα σύνταξης (σε εφημερίδα ή τηλεόραση)
He works at the sports desk.
- κονσόλα ήχου (στην ηχοληψία)
The band sounded great thanks to the sound engineer working at the desk.