·

desk (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “desk”

ενικός desk, πληθυντικός desks
  1. γραφείο
    She sat at her desk in the quiet study, writing her novel.
  2. τμήμα σύνταξης (σε εφημερίδα ή τηλεόραση)
    He works at the sports desk.
  3. κονσόλα ήχου (στην ηχοληψία)
    The band sounded great thanks to the sound engineer working at the desk.