·

rate (EN)
ουσιαστικό, ρήμα

ουσιαστικό “rate”

ενικός rate, πληθυντικός rates
  1. ποσοστό
    The unemployment rate has been steadily decreasing over the past year.
  2. ρυθμός
    They walked at a slow rate to enjoy the scenery.
  3. τιμή
    The taxi driver offered us a special rate for the trip to the airport.
  4. αναλογία
    The exchange rate between the dollar and the euro has fluctuated recently.

ρήμα “rate”

απαρέμφατο rate; αυτός rates; αόριστος rated; μετοχή αορ. rated; μετοχή ενεστ. rating
  1. αξιολογώ
    The critics rated the restaurant highly for its exceptional service.
  2. θεωρώ
    She rates him as one of the best players on the team.
  3. έχω θετική γνώμη για κάτι
    I don't rate their chances of winning the championship.
  4. αξίζω (για συγκεκριμένη μεταχείριση)
    The situation doesn't rate the attention of the CEO.
  5. να δηλώσει επίσημα ότι ένα μέσο είναι κατάλληλο για ένα συγκεκριμένο κοινό
    The movie was rated PG.