ουσιαστικό “footage”
ενικός footage, πληθυντικός footages ή μη μετρήσιμο
- πλάνα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
The security camera footage showed the thief breaking into the store.
- μέτρηση σε πόδια
The carpenter calculated the footage of lumber required for the project.