·

footage (EN)
ουσιαστικό

ουσιαστικό “footage”

ενικός footage, πληθυντικός footages ή μη μετρήσιμο
  1. πλάνα
    The security camera footage showed the thief breaking into the store.
  2. μέτρηση σε πόδια
    The carpenter calculated the footage of lumber required for the project.