·

capital (EN)
ουσιαστικό, επίθετο

ουσιαστικό “capital”

ενικός capital, πληθυντικός capitals ή μη μετρήσιμο
  1. πρωτεύουσα
    Tokyo is the capital of Japan.
  2. κεφάλαιο (χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έναρξη ή τη λειτουργία μιας επιχείρησης)
    She invested her capital in a new startup.
  3. κεφάλαιο (στην οικονομία, πόροι όπως εξοπλισμός και κτίρια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών)
    The company is increasing its capital by purchasing new machinery.
  4. κεφαλαίο
    Remember to start proper nouns with a capital.
  5. κεφάλαιο (ως κάτι πολύτιμο)
    Gaining work experience adds to your human capital.
  6. κιονόκρανο (αρχιτεκτονική, το πάνω μέρος ενός κίονα)
    The ancient temple's columns featured ornate capitals.

επίθετο “capital”

βασική μορφή capital, μη βαθμ.
  1. κεφαλαιώδης
    It is of capital importance that we meet the deadline.
  2. κεφαλαιώδης (έγκλημα, τιμωρείται με θάνατο)
    Murder is a capital offense in some jurisdictions.
  3. εξαιρετικός (παλαιότερη χρήση)
    We had a capital time at the festival.
  4. κεφαλαία γράμματα
    Use a capital letter to begin each sentence.