ουσιαστικό “capital”
ενικός capital, πληθυντικός capitals ή μη μετρήσιμο
- πρωτεύουσα
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
Tokyo is the capital of Japan.
- κεφάλαιο (χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την έναρξη ή τη λειτουργία μιας επιχείρησης)
She invested her capital in a new startup.
- κεφάλαιο (στην οικονομία, πόροι όπως εξοπλισμός και κτίρια που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών)
The company is increasing its capital by purchasing new machinery.
- κεφαλαίο
Remember to start proper nouns with a capital.
- κεφάλαιο (ως κάτι πολύτιμο)
Gaining work experience adds to your human capital.
- κιονόκρανο (αρχιτεκτονική, το πάνω μέρος ενός κίονα)
The ancient temple's columns featured ornate capitals.
επίθετο “capital”
βασική μορφή capital, μη βαθμ.
- κεφαλαιώδης
It is of capital importance that we meet the deadline.
- κεφαλαιώδης (έγκλημα, τιμωρείται με θάνατο)
Murder is a capital offense in some jurisdictions.
- εξαιρετικός (παλαιότερη χρήση)
We had a capital time at the festival.
- κεφαλαία γράμματα
Use a capital letter to begin each sentence.