·

east (EN)
ουσιαστικό, επίθετο, επίρρημα

Αυτή η λέξη μπορεί επίσης να είναι μια μορφή του:
East (Κύριο Όνομα)

ουσιαστικό “east”

ενικός east, μη μετρήσιμο
  1. ανατολή
    The sun rises in the east.
  2. ανατολικό τμήμα
    She lives in the east.
  3. Ανατολή (Ασία)
    Many products are imported from the East.
  4. ανατολή (κατεύθυνση του ιερού)
    The choir turned to face the east during the hymn.

επίθετο “east”

βασική μορφή east, μη βαθμ.
  1. ανατολικός
    They watched the sunrise from the east window.
  2. ανατολικός (άνεμος)
    An east wind is bringing cold weather.

επίρρημα “east”

east
  1. ανατολικά
    The birds migrated east in the autumn.