ουσιαστικό “duty”
ενικός duty, πληθυντικός duties ή μη μετρήσιμο
- καθήκον
Εγγραφείτε για να δείτε τις μεταφράσεις των παραδειγμάτων προτάσεων και τους μονογλωσσικούς ορισμούς κάθε λέξης.
It's our duty to protect the environment for future generations.
- βάρδια
The security guard is on duty during the night.
- δασμός
The customs officer asked if we had anything to declare to pay duty on.